Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

ΘΕΟΓΕΦΥΡΟ: Το έγκλημα συνεχίζεται…

«Στις 13 Οκτωβρίου του 2001 δημοσιεύτηκε ένα κείμενό μου στον Ηπειρωτικό Αγώνα με τίτλο: "Τό Θεογέφυρο: ἡ ὀμορφιά καί τό ἔγκλημα". Από το δημοσίευμα αυτό παραθέτω εδώ μερικά σημεία του»
του Γιώργου Αράγη
    «Εἶδα τό Θεογέφυρο πρώτη φορά τό 1967. Κι ἔπειτα γιά μιά τριετία περνοῦσα τακτικά πάνω του γιά νά πηγαίνω ἀπό τή Ζίτσα στό Λίθινο -ἤμουν ἀγροτικός γιατρός στή Ζίτσα καί τό Λίθινο ἀνῆκε στήν περιοχή μου. 
    Ὅταν κατέβαινες τόν ὅλο στροφές κατσικο-αὐτοκινητόδρομο, πού πηγαινε ἀπό τή Ζίτσα στό ποτάμι, κι ἔφτανες χαμηλά, ἔβλεπες, ἀπό τό φρύδι τῆς τελευταίας κατηφόρας, τή ράχη τοῦ φυσικοῦ γεφυριοῦ νά ἑνώνει τίς δύο ὄχθες τοῦ Καλαμᾶ. [...] 
    Στή ράχη του οἱ πετρώδεις αἰχμές πού ἦταν κάπως φθαρμένες μαρτυροῦσαν τούς αἰῶνες ἤ καλύτερα τίς χιλιετίες πού εἶχαν δεχτεῖ τά πατήματα ἀπό τούς διαβάτες. [...] Τό χτίσιμό του[1] ἐξαρτήθηκε ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ Θεογέφυρου. Φαίνεται ὡστόσο πώς τό Θεογέφυρο εἶχε σχηματιστεῖ πολύ πρίν ἀπό τήν ἐκλογή τῆς θέσης γιά τό μοναστήρι.  Τό ὄνομά του, ὅπως καταλαβαίνει κανείς, σημαίνει γεφύρι ἀχειροποίητο, γεφύρι τοῦ Θεοῦ. [...]

    Τό ἐπισκέφτηκα ξανά πρίν ἀπό...
τέσσερα χρόνια (1997). Εἶχα περιγράψει στή γυναίκα μου πῶς ἦταν τό τοπίο: τό γεφύρι-βράχος, ἡ χαράδρα πρός τά κάτω, ἡ ὁμαλή κοίτη τοῦ ποταμού πρός τά πάνω, ἡ ὀβίρα, ὁ νερόμυλος, ἡ νεροτριβή...
    Ὅταν φτάσαμε ἐκεί μᾶς περίμεναν ἐκπλήξεις. Τό ποτάμι ἀπό τήν πάνω, τή βορινή, μεριά τοῦ ποταμοῦ δέν πλησιαζόταν ἀπό τή θεριεμένη βλάστηση. Ὁ νερόμυλος ἦταν ἕνα ρημάδι σκοτεινό γεμάτο νυχτερίδες. Καί ἡ ράχη τοῦ Θεογέφυρου, πού ἤθελα νά περπατήσουμε, ἕνα κοινό τσιμεντένιο πέρασμα. Κάποιος ἤ κάποιοι πού ἐνδιαφέρονταν νά περνοῦν ἀπό κεῖ τά αὐτοκίνητά τους, ἔριξαν κάμποσο τσιμέντο κι ἔφτιαξαν ἕνα τσιμεντένιο δάπεδο. Αὐτό τό ὑλικό, τό τσιμέντο, πού μαζί μέ τήν ἀνθρώπινη ἀγουστιά εὐθύνεται γιά τόσα τερατουργήματα, εἶχε κάνει κι ἐδῶ τό θαῦμα του. Ὅ,τι εἶχε δημιουργήσει ἡ φύση ἐπί χιλιετίες χιλιετιῶν, ἦρθαν κάποιοι καί τό ἰσοπέδωσαν, πραγματικά καί μεταφορικά, μέσα σέ λίγες ὧρες...
    Ὑπῆρχε πάντως ἐκεῖ καί κάτι πού ἔδειχνε διάθεση γιά καλλωπισμό. Κάτι σάν κρεβατίνα ἀπό τή μεριά τῆς ἀνατολικῆς ὄχθης, μιά τεχνητή βρύση καί κλιμακωτό μονοπάτι πού κατέβαινε χαμηλά, ἀπό τή νότια πλευρά τοῦ γεφυριοῦ, καί ὁδηγοῦσε κοντά στά ριζά του. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς τό μονοπάτι χρειαζόταν, γιατί ἀλλιῶς πολύ δύσκολα κατεβαίνει κανείς αὐτή τήν κοφτή καί ἀνώμαλη κατηφόρα.
    Κατεβήκαμε στά ριζά κι ἐμεῖς. Ἐκεῖ χαμηλά, ὅπου τά ὁρμητικά νερά κλωθογυρίζουν ἀνάμεσα στούς λαξευμένους βράχους τῆς κοίτης μέ βουητό καί ἡ ὑγρή μυρωδιά τοῦ νεροῦ καί τῶν δέντρων γεμίζουν τόν ἀέρα, τά δυό σκέλη τοῦ Θεογέφυρου ὑψώνονται ρωμαλέα κι ἑνώνονται στήν κορυφή τους. Ἡ ἐντύπωση πού προκαλεῖται εἶναι βέβαια σύνθετη: ἡ χαράδρα, τό νερό μέ τό βουτό του, οἱ γλυπτικές μορφές τῶν βράχων τῆς κοίτης, ἡ ὑγρασία, ἡ βλάστηση καί τά σκέλη τοῦ γεφυριοῦ ἀποτελοῦν ἀξεχώριστα στοιχεῖα μιᾶς φυσικῆς σύνθεσης. Μέσα ὡστόσο σ᾿ αὐτή τήν ἄγρια ὀμορφιά προέχουν οἱ βραχώδεις πλευρές τοῦ Θεογέφυρου πού δρασκελοῦν τό ποτάμι.

    Ἐπισκέφτηκα πάλι τό Θεογέφυρο τόν περασμένο Σεπτέμβρη (2001) μαζί μέ τό φίλο μου συγγραφέα Παναγιώτη Κουσαθανᾶ. Εἶχα ἐλπίσει πώς κάποιο ὑπεύθυνο μάτι θά εἶχε δεῖ τό τσιμεντάρισμα καί κάτι θά εἶχε γίνει. Ὄχι, τίποτα τέτοιο. Ἀπό τήν κάτω ὅμως τή νότια πλευρά τοῦ γεφυριοῦ, σέ ἀπόσταση λίγων μέτρων, ὑπῆρχε τώρα γέφυρα Μπέηλυ γιά πεζούς καί αὐτοκίνητα. [...] Τό μονοπάτι εἶχε ἀνακαινιστεῖ καί εἶχε ἐνισχυθεῖ μέ καινούργια προστατευτικά κάγκελα.
    Ἀλλά τό πάνω μέρος τοῦ Θεογέφυρου ἦταν ἄφαντο. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἁπλούστατα τοῦ εἶχαν ρίξει χῶμα καί τό σκέπασαν. Ἔτσι το μόνο πού ἔβλεπε κανείς ἦταν ἕνα τσιμεντένιο αὐλάκι μέ τρεχούμενο νερό νά περνάει ἀπό τή δυτική πλευρά στήν ἀνατολική. [...]
    Ὅταν κατεβαίνεις σήμερα (2001) τό μονοπάτι βλέπεις, μεταξύ ἄλλων, νά τρέχουν νερά ἀπό τό γεφύρι πρός τό ποτάμι. Τό τσιμεντένιο αὐλάκι κάπου ράγισε καί γράζει νερά πού περνάνε μέσα ἀπό τό βράχο καί πέφτουν στό κενό... [...] Ἔδειξα στό φίλο μου τό αὐλάκι κι ἐξήγησα πώς κάτω του ἦταν θαμμένη ἡ πάνω ἐπιφάνεια τοῦ Θεογέφυρου. Ὅταν τελείωσα τήν περιγραφή, τό πῶς ἦταν ἡ ἐπιφάνεια αὐτή στή φυσική της κατάσταση καί τί μεσολάβησε μετά, ὁ φίλος μου δέν κρατήθηκε: ‘‘Μά αὐτό εἶναι ἔγκλημα’’, εἶπε. Κι ἀκριβῶς περί αὐτοῦ πρόκειται.
    Σ᾿ αὐτό τό δῶρο τῆς φύσης ἔχουμε ἐγκληματίσει. Δείξαμε δηλαδή τήν πνευματική, τήν αἰσθητική καί τήν ψυχική μας μιζέρια, τόσο ὡς ἰδιῶτες, ὅσο καί ὡς πολιτεία. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά μήν πῆρε εἴδηση τοῦ τί συνέβηκε ἐκεῖ κανένας ἄνθρωπος μέ στοιχειώδη μέριμνα γιά τόν τόπο. Ἄν μάλιστα δέν εἴμαστε ἐγκληματίες κατ᾿ ἐξακολούθηση, θά πρέπει νά ἀποκατασταθεῖ ἐπειγόντως ἡ φυσική μορφή τοῦ γεφυριοῦ. Τό Θεογέφυρο δέν εἶναι κάτι πού μπορεῖς κατά βούληση νά ἀχρηστεύεις τό μισό καί νά παρουσιάζεις τό ἄλλο μισό. Ἔχει ἀρχιτεκτονική καί αἰσθητική ἑνότητα. Αὐτή πού ἔφτασε ὥς ἐμᾶς ἀπό τά βάθη τοῦ χρόνου. Ἐπιπλέον ὑπάρχει ἤδη κίνδυνος γιά τά χειρότερα: νά διαβρωθεῖ ἡ πέτρα ἀπό τά νερά πού ξεφεύγουν ἀπό τό αὐλάκι καί νά καταρρεύσει ἡ ὀροφή του.
     »Τί πρέπει νά γίνει; Πρῶτα πρῶτα νά μετακινηθεῖ ἄρδην τό τσιμεντόβλακο ἀπό ἐκεῖ -μπορεῖ νά περάσει ἀπό ἄλλο σημεῖο μακριά ἀπό τό γεφύρι-, νά ἀπομακρυνθεῖ ἔπειτα τό χῶμα, καί τέλος μέ ὑπομονή καί τέχνη, ὥστε νά μή γίνει ζημιά, νά φύγει τό τσιμέντο ἀπό τήν πάνω ἐπιφάνεια. Διαφορετικά, ὅπως εἶναι σήμερα, τά καγκελάκια στό κατηφορικό μονοπάτι, δέν δείχνουν μέριμνα, ἀλλά φτηνή προσπάθεια νά ρίξουμε στάχτη στά μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν. Κι αὐτό γιά μᾶς τούς ντόπιους σημαίνει ντροπή καί καταισχύνη.»
                                                                              *
     Αὐτά ἔγραφα τό 2001.
     Ἐπισκεύτηκα πάλι τό Θεογέφυρο, μέ παρέα φίλων λογοτεχνῶν ἀπό τήν Ἀθήνα, τό Φθινόπωρο τοῦ 2004. Ὑπῆρχε ἐκεῖ ἕνα μικρό συνεργεῖο πού ἔφτιαχνε τσιμεντένα τά σκαλοπάτια στό μονοπάτι πού κατεβαίνει στήν κοίτη τοῦ Καλαμᾶ. Ρώτησα τόν ὑπεύθυνο γιατί δέν φροντίζουν νά ἀποκατασταθεῖ ἡ πάνω ἐπιφάνεια τοῦ γεφυριοῦ; Μοῦ εἶπε πώς θά γίνει κι αὐτό, μετά τά σκλοπάτια, ἀργότερα...

    Σέ ἑπόμενη ἐπίσκεψή μου στό μέρος τό 2007 διαπίστωσα πώς τά σκαλάκια τοῦ μονοπατιοῦ εἶχαν γίνει πιά μέ τσιμέντο. Ἡ πάνω ἐπιφάνεια τοῦ γεφυριοῦ παρέμενε ὡς εἶχε τό 2004, χωρίς νά γίνει καμιά ἐργασία γιά τήν ἀποκατάστασή της. Ἐνῶ στή θέση τοῦ παλιοῦ νερόμυλου καί τῆς νεροτριβῆς  εἶχε γίνει ἕνα κέντρο γιά φαγητό καί ποτά.. Τό κέντρο αὐτό σέ ξεχωριστό ἐσωτερικό χῶρο του ἔχει τό πάνω σύστημα δύο νερόμυλων (μυλόπετρες, κοφήνια, ἀδράχτια, κ.λπ.), λίγα ἐργαλεῖα παραδοσιακά καί φωτογραφίες τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Κάτι σάν μουσεῖο, θά λέγαμε, τοῦ ἄλλοτε νερόμυλου. Ἡ νεροτριβή, πού ἦταν ἔξω ἀπό τό παλιό κτίριο, ἀπουσιάζει.
    Ὅμως τό νερό, μέ τό ὁποῖο δούλευε μέχρι τό 1971 ὁ μύλος καί ἡ νεροτριβή, ἐξακολουθεῖ τά τρέχει. Τό κέντρο ὀνομάζεται «Ὁ νερόμυλος τοῦ Ἀχιλλέα». Τό ἔδαφος ἔχει διαμορφωθεῖ κατάλληλα, ὥστε νά διαθέτει ἐξέδρα γιά ἐστιατόριο,  πλάτωμα γιά νά σταθμεύουν τά αὐτοκίνητα, καί ἐξέδρες σχεδόν πάνω στό ποτάμι γιά ὅσους παίρνουν ποτά, γλυκά καί τέτοια. Τά πολύ πυκνά πλατάνια, τό χωρίς ὁρμή κύλισμα τοῦ Καλαμᾶ μέ τό σιγανό βουητό του, ἡ δροσιά καί τό ὅλο τοπίο, καθιστοῦν τό μέρος ἰδιαίτερα ἑλκυστικό.
    Ὅμως παρόλα αὐτά καί τόν κόσμο πού ἐπισκέπτεται τό μέρος, τό Θεογέφυρο παραμένει, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάστασή του, σέ κατάσταση στάσιμη. Μάλιστα, ὄχι ἀκριβῶς στάσιμη, ἀλλά πολύ χειρότερη. Γιατί στό μεταξύ ἡ ἐπιχωμάτωση τῆς ράχης του εὐνόησε τήν ἀνάπτυξη μιᾶς βλάστησης μέ δέντρα πού ἤδη ἔχουν μεγαλώσει. Οἱ ρίζες αὐτῶν τῶν δέντρων εἰσχωροῦν στίς χαραμάδες τῶν βράχων, ἰδίως ἀπό τά πλάγια, πού μέ τόν καιρό προκαλοῦν διαβρώσεις. Διαβρώσεις πού κι αὐτές, ὅπως καί τό νερό πού ἔτρεχε ἀπό τό αὐλάκι, θά ἔχουν ὀλέθριες συνέπειες γιά τήν ἀντοχή τοῦ γεφυριοῦ. Μέ δυό λόγια, τό Θεογέφυρο, ἐκτός ἀπό τό μασκάρεμά του, ὑφίσταται φθορά μέ ἀπώτερο ἀποτέλεσμα τήν καταστροφή του.
                                                   *
     Πρέπει νά θυμίσω ὅτι ἡ βάρβαρη μεταχείρηση αὐτοῦ τοῦ φυσικοῦ μνημείου ἔγινε στίς μέρες μας. Οἱ παλαιότερες γενιές τό εἶχαν ἐκτιμήσει καί τό εἶχαν προστατέψει. Ἀψευδής μάρτυρας ὁ σφηνοειδής πετρότοιχος πού βρίσκεται στή νοτιοδυτική πλευρά του. Ἐκεῖ, καθώς φαίνεται, ὑπῆρξε νεροσυρμή πού ξέχωνε μέ τόν καιρό τή νότια πλευρά ἀπό τό δυτικό (πρός τό χωριό Λίθινο) σκέλος τοῦ γεφυριοῦ. Κι οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν κι ἔφτιασαν αὐτόν τό τοῖχο γιά νά τό προστατέψουν.
    Αὐτοί πού δέν ἐκτίμησαν τήν ὀμορφιά καί τή μνημειακή σημασία τοῦ Θεογέφυρου εἴμαστε ἐμεῖς οἱ νεότεροι, οἱ τάχα πολιτισμένοι. Ποιοί ἀκριβῶς ἐμεῖς; Βέβαια πρῶτα πρῶτα αὐτοί πού ἄρχουν.
    Οἱ πρώην βουλευτές, οἱ πρώην νομάρχες καί οἱ πρώην προέδροι τῆς Ζίτσας καί τοῦ Λίθινου. Κι ἔπειτα ὁ καθένας μας καί ὅλοι μαζί. Τίποτε δέν συμβαίνει τυχαῖα. Τό ὅτι βρέθηκε ἀνάμεσά μας ἕνας ἀγροῖκος πού ἔριξε τσιμέντο καί πέρασε αὐλάκι μέ νερό στή ράχη τοῦ γεφυριοῦ, χωρίς νά τόν σταματήσει κανείς. Τό ὅτι ἔκτοτε δέν ὑπῆρξε μέριμνα γιά τήν ἀπάλυψη αὐτῆς τῆς χυδαιότητας. Τό ὅτι ἐπιπλέον ἐπιχωματώθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων τό γεφύρι. Καί τό ὅτι τά χρόνια περνοῦν καί τίποτα δέν γίνεται.
    Ὅλα αὐτά αὐτά βαθμολογοῦν τό πολιτισμικό μας ἐπίπεδο σέ σημεῖο ὑπομηδενικό. Ἄν τό Θεογέφυρο ὑπῆρχε π.χ. σ᾿ ἕνα κράτος μέ ὑψηλό πολιτισμό, π.χ. στήν Ἀγγλία ἤ στή Γαλλία, θά εἶχε ἄλλη τύχη. Δύσκολα θά βρισκόταν ἐκεῖ ἕνας ἀχαρακτήριστος τύπος νά ἀσελγήσει βάναυσα, ὅπως στήν προκειμένη περίπτωση, πάνω στό φυσικό μνημεῖο. Κι ἄν βρισκόταν, θά περνοῦσε ἀπό δίκη καί θά ὑποχρεωνόταν νά πληρώσει τή ζημιά καί δέν ξέρω τί ἄλλο.

    Ἔτσι, λοιπόν, ἀπό ἐμᾶς ἐδῶ δέν μπορεῖ νά περιμένει κανείς νά ἐκδηλωθεῖ μέριμνα γιά τό γεφύρι. Οὔτε ἀπό τίς ἀρχές (βουλευτές, περιφεριάρχη, δήμαρχο Ζίτσας), οὔτε ἀπό τούς πολίτες. Ἄρα ἀπό ἀλλοῦ θά πρέπει νά ἀναζητηθεῖ βοήθεια.

    Νά περάσει τό θέμα στίς ἀθηναϊκές ἐφημερίδες καί στήν τηλεόραση. Νά ἐνημερωθεῖ τό εὐρωπαϊκό κοινοβούλιο, νά γίνει ὑπόμνημα στήν UNESCO, ὥστε νά μπεῖ τό Θεογέφυρο στόν κατάλογο μέ τίς «Προστατευόμενες φυσικές ὀμορφιές». Κι εἶναι ἀλήθεια ἀτυχία πού δέν ἔτυχε ὥς τά σήμερα νά πληροφορηθεῖ κάποιος ἄνθρωπος αὐτοῦ τοῦ ὀργανισμοῦ γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἀχειροποίητου γεφυριοῦ.


     [1] Πρόκειται γιά τό μοναστήρι τῶν Πατέρων πού βρίσκεται λίγο ψηλότερα, πρός τή μεριά τῆς Ζίτσας καί νοτιότερα ἀπό τό Θεογέφυρο.


(κείμενο: πηγή, φωτό: πηγή)

(κάντε κλικ πάνω στις ΦΩΤΟ για μεγέθυνση)