Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Για την ανάπτυξη και εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής υγείας στην Ήπειρο…

του Δημ. Τζιάλλα (*)
    Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν από την δεκαετία του '90 στο χώρο της υγείας αποδόμησαν συστηματικά το κοινωνικό κράτος, απαξιώνοντας το ημιτελές δημόσιο σύστημα υγείας, με αποτέλεσμα τη μετατροπή του από...
κοινωνικό αγαθό σε εμπόρευμα. 
    Παράλληλα, η οικονομική κρίση του 2008 και η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών του 2010, προκάλεσαν την κατεδάφιση του δημοσίου συστήματος υγείας με συνέπεια την επίταση της ανθρωπιστικής κρίσης. Η αντίληψη για την υγεία και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στο όνομα της κρίσης οδήγησαν στη ραγδαία φτωχοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων και σε βλάβη της υγείας τους λόγω των συνθηκών ζωής που επικράτησαν. 32 χρόνια λοιπόν, μετά τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ (1397/83), το Εθνικό Σύστημα Υγείας ούτε Εθνικό είναι (ελεύθερη πρόσβαση σε όλους), ούτε Σύστημα (να μπορεί να δουλεύει αποτελεσματικά) ούτε Υγείας (διαχείριση της ασθένειας γίνεται). Είναι εμφανές πως η ανάγκη για μια άλλη προσέγγιση στην υγεία και η προσέγγισή της ως κοινωνικό αγαθό και κεφάλαιο είναι επιτακτική.
    Η βασική αρχή που θα πρέπει να καθορίζει τη στρατηγική στόχευση για ένα «ΝΕΟ ΕΣΥ» είναι αυτή της καθολικής, ισότιμης, έγκαιρης και ποιοτικής πρόσβασης όλων των κατοίκων της χώρας στις υπηρεσίες υγείας. Ο αναπροσανατολισμός του υγειονομικού συστήματος προς την ΠΦΥ, που εδράζεται στην ολιστική και όχι την Ιατροκεντρική  προσέγγιση για την υγεία και στη θεώρηση της νόσου ως πολυπαραγοντικού προβλήματος καθίσταται επιτακτική.
    Το μοντέλο ανάπτυξης του ΕΣΥ δεν διαφέρει στην Ήπειρο από την υπόλοιπη Ελλάδα. Το χαρακτηρίζει η απαξίωση και η εγκατάλειψη της ΠΦΥ,  η ένδεια  και η υποβάθμιση των δευτεροβάθμιων νομαρχιακών νοσοκομείων και η γιγάντωση του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου των Ιωαννίνων.
    Η ανάπτυξη των νοσοκομείων σήμερα γίνεται άναρχα, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό. Συμφέροντα και τοπικοί παράγοντες επηρεάζουν τις πολιτικές υγείας, ενώ χαρακτηριστικά  παραδείγματα αυτού του είδους της ανάπτυξης αποτελούν το ΤΕΠ Ηγουμενίτσας, το Νοσοκομείο Λευκάδας, το 5οροφο του νέο κτίριο του ΠΓΝΙ, το Πολυδύναμο του Χ’’Κώστα, τα οποία υλοποιήθηκαν απλά και μόνο επειδή εντάχτηκαν σε κάποιο πρόγραμμα ΕΣΠΑ, χωρίς να προηγηθούν μελέτες για τις σκοπιμότητες αυτών των έργων, ή καθορισμός του  πλαισίου λειτουργίας που θα εντασσόταν.

    Η προβληματική λειτουργία και η υποστελέχωση των δομών ΠΦΥ αναγκάζει τον πληθυσμό να στρέφεται στα μεγάλα νοσοκομεία των Ιωαννίνων. Ο σχεδιασμός των περισσοτέρων Κέντρων Υγείας (Κ.Υ.) έγινε κατά την δεκαετία του ‘80 ενώ των Περιφερειακών Ιατρείων (Π.Ι.) ακόμη παλαιότερα, με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται στην αλλαγή των γεωγραφικών συσχετισμών που έχουν φέρει τα μεγάλα οδικά έργα και στην προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας. Οι αλλεπάλληλες διοικητικές μεταρρυθμίσεις έχουν αλλάξει τους πληθυσμιακούς συσχετισμούς και τη δυνατότητα μετακινήσεων μεταξύ δημοτών του ίδιου δήμου. Τα περισσότερα Π.Ι. λειτουργούν με αγροτικούς ιατρούς, λίγα με γενικούς ιατρούς ενώ απουσιάζει το νοσηλευτικό προσωπικό. Υπάρχει ανορθολογική κατανομή Π.Ι ανά Κ.Υ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γεωγραφική εγγύτητα και η προσπελασιμότητα. Ενώ υπάρχουν οι προδιαγραφές και οι προϋποθέσεις, στην Ήπειρο δεν λειτουργούν Αστικού Τύπου Κ.Υ με εξαίρεση την Ηγουμενίτσα.
    Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης παρατηρείται το παρακάτω φαινόμενο, αναφορικά με την λειτουργία των νοσοκομείων:
·         Στο Νομό Ιωαννίνων με τον μισό πληθυσμό της Ηπείρου βρίσκονται τα ¾ των διαθέσιμων κλινών και νοσηλεύεται ο αντίστοιχος αριθμός ασθενών. Από το σύνολο των ασθενών που νοσηλεύτηκαν στα Νοσοκομεία της Ηπείρου το 2013, περισσότεροι από τους μισούς νοσηλεύτηκαν στο ΠΓΝΙ. Η γιγάντωση αυτή αποτυπώνεται και στους προϋπολογισμούς των νοσοκομείων καθώς το ΠΓΝΙ καταναλώνει περίπου το 60% των οικονομικών πόρων που δίνονται στα νοσοκομεία της Ηπείρου. Στον Ν. Ιωαννίνων, αν και  μεγαλύτερος σε έκταση νομός η κίνηση των Κ.Υ. είναι εξαιρετικά χαμηλή (36%), μιας και ο πληθυσμός κατευθύνεται στα δύο νοσοκομεία.
·         Στα Γενικά νοσοκομεία Πρέβεζας και Φιλιατών με το 12% των κλινών της Ηπείρου, νοσηλεύεται μόλις το 9,3% του πληθυσμού, όμως η κίνηση στα Κ.Υ. είναι εξαιρετικά υψηλή (54%). Τα νοσοκομεία Πρέβεζας-Φιλιατών καταναλώνουν μόλις το 8,4% των χρημάτων που δίνονται στα νοσοκομεία της Ηπείρου.
·         Τα νοσοκομεία Χ’Κώστα και Γ.Ν. Άρτας διατηρούν ενδιάμεσα χαρακτηριστικά, σε σχέση με τον πληθυσμό που εξυπηρετούν και τους πόρους που καταναλώνουν. Το νοσοκομείο Χ’ Κώστα παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή των Ιωαννίνων παρά την ύπαρξη του ΠΓΝΙ, ενώ το νοσοκομείο Άρτας δείχνει σχετική επάρκεια ως αναφορά την κάλυψη του πληθυσμού ευθύνης του
    Παρατηρούμε λοιπόν ότι έχουμε κι εδώ ένα «σύστημα υγείας» νοσοκεντρικό, νοσοκομειοκεντρικό, ιατροκεντρικό, το οποίο παρέχει υπηρεσίες υγείας ανάλογα με τις συνθήκες και όχι ανάλογα με τις ανάγκες, που επιτρέπει να αναπτύσσονται πελατειακές σχέσεις ή ακόμη και προκλητή ζήτηση υπηρεσιών. Ένα σύστημα που δεν τελεί κάτω από έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό ανάπτυξης υπηρεσιών στην βάση επιδημιολογικών μελετών, δημογραφικών χαρακτηριστικών και προοπτικών ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας.
    Στην βάση των παραπάνω διαπιστώσεων χρειάζεται να δούμε ξανά:
·         Τον επανασχεδιασμό της Π.Φ.Υ. σε επίπεδο νομού, για την πλήρη κάλυψη των αναγκών της υγειονομικής περιφέρειας
·         Τη δημιουργία προϋποθέσεων ώστε τα νομαρχιακά νοσοκομεία να κρατούν τον πληθυσμό της περιοχής τους, με κάλυψη ειδικοτήτων αιχμής, αναλόγως της θέσης που έχουν
·         Τη δυνατότητα ανάπτυξης του ΠΓΝΙ ως εξειδικευμένου τριτοβάθμιου κέντρου της περιοχής ευθύνης της υγειονομικής περιφέρειας, με ανάπτυξη εξειδικευμένων τομέων παροχής υγείας και κάλυψη όλων των αναγκών σε υπηρεσίες υγείας

    Προκύπτει, επομένως, το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί και που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο και τις λειτουργίες των μεγάλων νοσοκομείων. Και αυτό είναι η ανάπτυξη ενός εθνικού δικτύου ΠΦΥ που θα εισαγάγει την έννοια της ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας. Αυτό αποτελεί μια συνεχής διαδικασία και απλώνεται από την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, την πρόληψη της νόσου, την περίθαλψη και τη φροντίδα των αρρώστων μέχρι τη φυσική αποκατάσταση και την κοινωνική επανένταξή τους. Η υποστήριξή της θα πρέπει να γίνει με ανάπτυξη και ανασυγκρότηση δομών με τουλάχιστον 12ωρη λειτουργία εκεί που υπάρχουν μεγάλα νοσοκομεία και 24ωρη εκεί που λείπουν και με εμπλοκή της κοινότητας μέσα από τους τοπικούς φορείς και τις συλλογικότητες, για να αναπτύσσεται και να αξιολογείται σωστά.
    Η πρόταση της Ομάδας Εργασίας για την ΠΦΥ του υπουργείου Υγείας, υπό τον καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ΑΠΘ, Αλέξη Μπένο, προβλέπει την ανάπτυξη Μονάδων Φροντίδας Υγείας Γειτονιάς στις πόλεις και Περιφερειακών Ιατρείων στην επαρχία, όπου μέσα από τη λειτουργία της Ομάδας Υγείας διασφαλίζεται η συνεπής και συνεχής ολοκληρωμένη φροντίδα και η εμπλοκή της τοπικής κοινωνίας. Η πρόταση προβλέπει 2 επίπεδα δομών ΠΦΥ:
    Α) Τη Μονάδα Φροντίδας Υγείας Γειτονιάς στις πόλεις ή το Περιφερειακό Ιατρείο στις αγροτικές περιοχές. Αυτή η μονάδα θα έχει υπ’ ευθύνη της ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού –για παράδειγμα, 5.000 ανθρώπους που ζουν σε μια γειτονιά– την υγεία του οποίου θα φροντίζει μία ομάδα υγείας που θα αποτελείται από γενικό ιατρό, παθολόγο, παιδίατρο, νοσηλευτές, επισκέπτες υγείας, κοινωνικούς λειτουργούς, μαίες και διοικητικό προσωπικό.
    Β) Τη  Μονάδα Αναφοράς ΠΦΥ, με την οποία συνδέονται οι Μονάδες Φροντίδας Υγείας Γειτονιάς (π.χ. 5 ή 6 ή 7 τέτοιες μονάδες μπορούν να συνδεθούν με μία μονάδα αναφοράς). Η μονάδα αναφοράς θα είναι μια εξέλιξη των σημερινών ΠΕΔΥ ή των Κέντρων Υγείας στις αγροτικές περιοχές. Θα προβλέπει τη διεξαγωγή εργαστηριακών εξετάσεων (ακτινολογικές, βιοχημικές κ.λπ.) καθώς και ιατρείων ειδικοτήτων. Οι άνθρωποι που θα έχουν ανάγκη των υπηρεσιών αυτών θα παραπέμπονται εδώ από τις μονάδες της γειτονιάς τους, ενώ αντίστοιχα θα παραπέμπονται για το πρόβλημά τους και στο νοσοκομείο, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο. Απαραίτητη για τα παραπάνω είναι η ανάπτυξη και η δυναμική αποτύπωση του Υγειονομικού Χάρτη καθώς και η λειτουργία ενιαίου και διαλειτουργικού σε όλο το σύστημα υγείας, Ηλεκτρονικού Φακέλου.
    Είναι σαφές πως η εξειδίκευση, η στήριξη και η υλοποίηση αυτού του μοντέλου ΠΦΥ στην Ήπειρο, θα λειτουργήσει ως φίλτρο μεταξύ νοσοκομείου και κοινότητας, καθώς θα αποτελεί το πρώτο σημείο επαφής και ισότιμης πρόσβασης του πολίτη με το Σύστημα Υγείας.  Θα συμβάλει έτσι και στον περιορισμό των άσκοπων επισκέψεων στα νοσοκομεία μας, τα οποία με την μείωση του φόρτου εργασίας θα μπορέσουν να αναβαθμίσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους. 
    Με αυτόν τον τρόπο θα πετύχουμε καλύτερη και ουσιαστικότερη δευτεροβάθμια φροντίδα, ενώ το ΠΓΝΙ θα μπορέσει να παίξει τον εξειδικευμένο ρόλο του ως τριτοβάθμιο κέντρο που θα καλύπτει πλήρως τις υγειονομικές ανάγκες όλης της περιοχής της Ηπείρου. Επιπλέον, η εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και αγωγής υγείας στην κοινότητα, θα μειώσει το φορτίο της νόσου μακροπρόθεσμα και θα συμβάλλει στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών.


(*) Ο Δημήτρης Τζιάλλας είναι Νοσηλευτής, μέλος Σ.Ε.Π. στο Μ.Π.Σ. Διοίκησης Μονάδων Υγείας του Ε.Α.Π. Μέλος Δ.Σ. συλλόγου εργαζομένων του ΠΓΝΙ, μέλος της περιφερειακής παράταξης «Ήπειρος Ανατροπής» και μέλος του τομέα υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων.