Η ονομασία και οι πρώτες αναφορές
Η Ζίτσα ιδρύθηκε τα τέλη του Μεσαίωνα πιθανότατα λίγο πριν ή μετά το ξεκίνημα του 15ου αιώνα. Η πρώτη αναφορά σε αυτήν γίνεται στο Χρονικό των Ιωαννίνων, σε γεγονότα του έτους 1382, δεν γίνεται όμως σαφές από τα συμφραζόμενα εάν πρόκειται για αμυντική θέση ή ήδη ιδρυμένο χωριό.
Για την προέλευση της ονομασίας έχουν διατυπωθεί οι εξής θεωρίες:
Ελληνική, κατά τον Λαμπρίδη. Σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο που αφηγείται ότι πρώτη οικίστρια του χωριού ήταν μια κοπέλα ονόματι Ζωίτσα.
Ο Οικονόμου όμως, επιμένει ότι είναι σλαβική (όπως πολλά ακόμα υστερομεσαιωνικά τοπωνύμια της Ηπείρου) και σήμαινε...
ψυχή ή κατ άλλους σύνορο. Υποστηρίζει ότι όταν χτίστηκε η κωμόπολη δεν ήταν κατακτητές οι Σλάβοι, αλλά ο λόφος στον οποίο βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι του Αι-Λια είχε πάρει το σλαβικό τοπωνύμιο Ζίτσα και εφόσον οι μέτοικοι ήρθαν και έχτισαν το καινούργιο τους χωριό στους πρόποδες του λόφου αυτού, του έδωσαν την υπάρχουσα ήδη ονομασία του. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στη Σερβία υπάρχει μοναστήρι με το ίδιο όνομα κοντά στα Σκόπια.. Εκεί μάλιστα είχε στεφτεί βασιλιάς ο Στέφανος Δουσάν, ιδρυτής του οίκου που εξουσίαζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στο β΄ μισό του 14ου αιώνα. Και ο Vasmer συνδέει το όνομα με το σερβοκροατικό Ziçe. Και υπάρχει και η τουρκική εκδοχή, από τη λέξη şişa (φιάλη, παγούρι).
ψυχή ή κατ άλλους σύνορο. Υποστηρίζει ότι όταν χτίστηκε η κωμόπολη δεν ήταν κατακτητές οι Σλάβοι, αλλά ο λόφος στον οποίο βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι του Αι-Λια είχε πάρει το σλαβικό τοπωνύμιο Ζίτσα και εφόσον οι μέτοικοι ήρθαν και έχτισαν το καινούργιο τους χωριό στους πρόποδες του λόφου αυτού, του έδωσαν την υπάρχουσα ήδη ονομασία του. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι στη Σερβία υπάρχει μοναστήρι με το ίδιο όνομα κοντά στα Σκόπια.. Εκεί μάλιστα είχε στεφτεί βασιλιάς ο Στέφανος Δουσάν, ιδρυτής του οίκου που εξουσίαζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στο β΄ μισό του 14ου αιώνα. Και ο Vasmer συνδέει το όνομα με το σερβοκροατικό Ziçe. Και υπάρχει και η τουρκική εκδοχή, από τη λέξη şişa (φιάλη, παγούρι).
Ιστορικά στοιχεία
Επί Τουρκοκρατίας (1430-1913) η Ζίτσα αναδείχθηκε στο κεφαλοχώρι των Κουρεντοχωρίων, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί την ευρύτερη περιοχή.
Σε αντίθεση με τις συνήθειες της οθωμανικής φεουδαρχίας ουδέποτε υπήρξε ιδιωτική κτήση : Από το 1430 έως το 1788 ήταν υπό την προστασία της βαλιδέ σουλτάνας (η μητέρα του εκάστοτε σουλτάνου), ενώ στη συνέχεια αφιερώθηκε στα καθιδρύματα της Μέκκας μέχρι την απελευθέρωση.
Ο «σαλναμές» του βιλαετίου Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311 (Μάρτιος 1895 ως Φεβρουάριος 1896), όπου διασώζεται η τελευταία αναλυτική απογραφή της οθωμανικής περιόδου, αποτυπώνει για τη Ζίτσα την εικόνα μιας ακμάζουσας κοινότητας με 260 «χανέδες» (οικογένειες) και συνολικά 1.472 κατοίκους.
Αυτό οφείλεται στη στρατηγική της θέση, η οποία εξασφάλιζε τόσο την ασφαλή επικοινωνία των Ιωαννίνων με το Πωγώνι και τη Βόρεια Ήπειρο, όσο και ανεμπόδιστη παρατήρηση μεγάλου κομματιού της Θεσπρωτίας. Η κομβική θέση κι η ανάπτυξη της αμπελουργίας συντέλεσαν στη δημιουργία ενός αστικού – εμπορικού στρώματος που δραστηριοποιήθηκε στα Βαλκάνια και ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.
Τα μοναστήρια
Παράλληλα τα μοναστήρια Προφήτη Ηλία και Πατέρων διαθέτοντας μετόχια σε Ρουμανία και Ρωσία χρηματοδοτούσαν τις σπουδές πολλών ντόπιων σε πανεπιστήμια καθώς και την ίδρυση σχολείων εντός του χωριού. Από αυτά προήλθαν προσωπικότητες όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄, ο μητροπολίτης Ουγγρο-βλαχίας Δοσίθεος Φιλίτης ή ο εθνεγέρτης ιατρός Δημήτριος Νικολίδης.
Η ακμή των μοναστηριών και συνάμα η εκπαιδευτική δραστηριότητά τους διακόπηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά το κενό αναπληρώθηκε σύντομα υπό την επίδραση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και χάρη σε σειρά δωρεών από Ζιτσαίους της διασποράς.
Τα σχολεία και οι ευεργέτες
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1764 οι κάτοικοι ίδρυσαν νέοελληνικό σχολείο, το λεγόμενο Δασκαλειό, κατόπιν παραίνεσης του Κοσμά του Αιτωλού. Η εικόνα του Αγίου Κοσμά στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία
Στο πρώτο μισό του 19 αι ο Κωνστάντιος Φιλίτης τότε επίσκοπος Βουζαίου Ρουμανίας και ανηψιός του Δοσιθέου, δώρισε αρκετές χιλιάδες γρόσια από την προσωπική του περιουσία για να ιδρυθεί βιβλιοθήκη και σχολείο, ορίζοντας μάλιστα να μη διδάσκεται μόνο η «παλιά» αλλά και η «νέα Ελληνική γλώσσα»
Το παλιό Δημοτικό Σχολείο (κλικ για zoom) |
Την επίβλεψη και φροντίδα της σωστής λειτουργίας του την ανέθεσε με τη διαθήκη του, στο σύλλογο διάδοσης των Ελληνικών γραμμάτων, που είχε έδρα στην Αθήνα. Ο σύλλογος αυτός διαχειρίζονταν το κληροδότημά του και διόριζε το διδακτικό προσωπικό. Το Παρθεναγωγείο λειτούργησε στο σπίτι του Φιλίτη μέχρι το 1905.
Κι εδώ λόγω της αδιαφορίας των επιτρόπων το κτίριο ερειπώθηκε. Λειτουργούσε μέχρι το 1923 με ενοίκιο σε διάφορα σπίτια της Ζίτσας. Τότε ξαναέγινε μικτό το δημοτικό σχολείο, οπότε καταργήθηκε το Παρθεναγωγείο.
Τα χρήματα έγιναν ακόμα περισσότερα όταν ο Δοσίθεος απεβίωσε και όρισε τον Κωνστάντιο εκτελεστή της διαθήκης του. Το έργο τους συνέχισε ο Αναστάσιος Φιλίτης ο οποίος επιπλέον κληροδότησε στη Ζίτσα και τα Ιωάννινα 300.000 φράγκα για τη σύσταση υποτροφιών.
Το 1884 ο Αναστάσιος Φιλίτης όρισε με διαθήκη του να δοθούν από τους εκτελεστές της 85 χιλιάδες φράγκα στο «Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων» στην Αθήνα, ο οποίος έπρεπε να χορηγεί υποτροφίες για σπουδές φτωχών και επιμελών παιδιών από τη Ζίτσα. Έδωσε το δικαίωμα στην κοινότητα να επιβλέπει, αν τηρούνται όλα όπως τα ήθελε. Στους εκτελεστές της διαθήκης του, άφησε 600 καισαροβασιλικά φλουριά, για να αγοραστεί ένα ακίνητο στα Γιάννινα, του οποίου το εισόδημα θα χρησίμευε για τη
Η λειτουργία των σχολείων της Ζίτσας. Το ακίνητο όμως δεν αγοράστηκε, επειδή οι εκτελεστές έκριναν ότι ήταν καλύτερα να καταθέσουν το ποσό αυτό στην τράπεζα. Από τους πόρους των κληροδοτημάτων των ευεργετών πληρώνονταν οι μισθοί των δασκάλων και μοιράζονταν στους μαθητές, ντόπιους και ξένους δωρεάν τα σχολικά βιβλία και η γραφική ύλη.
Το 1939 με δαπάνη των κληροδοτημάτων του Αναστασίου και Δημητρίου Φιλίτη, χτίστηκε το νέο κτίριο του Δημοτικού σχολείου, κοντά στην εκκλησία των Ταξιαρχών. Το νέο Δημοτικό Σχολείο Το κτίριο δεν μπόρεσε τότε να ολοκληρωθεί, εξαιτίας του πολέμου που ακολούθησε. Μετά τον πόλεμο, επειδή τα κληροδοτήματα αυτά εκμηδενίστηκαν, τη δαπάνη για την αποπεράτωση του σχολείου, την ανέλαβε το κράτος.
Το αρχικό σχέδιο ήταν να συστεγαστεί στο κτίριο αυτό και η Αστική Σχολή, έτσι ονομάζονταν τα Ημιγυμνάσια. Συγχρόνως να γίνουν αίθουσες τελετών, σχολικός κινηματογράφος κ.λ.π. Στο κτίριο αυτό σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό σχολείο και το Νηπιαγωγείο. Από τα κεφάλαια του κληροδοτήματος του Αναστασίου Φιλίτη απέμεινε ένα μέρος, το οποίο αποφέρει ένα ετήσιο εισόδημα. Ο Σύλλογος που είναι υπεύθυνος για το κληροδότημα αυτό, επιδοτεί Ζητσιώτες φοιτητές. Το Ελληνικό Σχολείο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1935.
Από το 1935 – 1940 στεγάστηκε στο σπίτι «Σακκά», που το είχε αγοράσει και διασκευάσει για το σκοπό αυτό η επιτροπή του κληροδοτήματος Δημ. Ζησταίου. Στην περίοδο της δικτατορίας Μεταξά τα Ελληνικά Σχολεία, πήραν το όνομα « Αστικαί Σχολαί». Στα χρόνια της Ιταλογερμανικής κατοχής η λειτουργία της Αστικής Σχολής σταμάτησε. Οι κάτοικοι έκαναν έρανο για να μαζευτούν χρήματα, ώστε να ξαναλειτουργήσει η Σχολή, αφού έβλεπαν ότι το κράτος δεν τους βοηθούσε. Οι σχολές μετονομάστηκαν σε Ημιγυμνάσια. Σαν Ημιγυμνάσιο λειτούργησε μέχρι το1963. Την άλλη χρονιά έγινε κρατικό, και λειτούργησε με τρεις τάξεις. Τα Ημιγυμνάσια λειτουργούσαν με δυο τάξεις.
Οικία Λιάκου (κλικ για zoom) |
Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων το 1956 το γυμνάσιο στεγαζόταν στο σπίτι του Γεωργίου Αυγέρη. Αργότερα για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο Πνευματικό Κέντρο και μετά το 1962 στην Οικία Λιάκου, που βρίσκεται πίσω από το ξενοδοχείο Καλλιθέα. Αργότερα έγινε ξυλουργείο.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει επίσης στον Αναστάσιο Γουδίνο, έμπορο που δραστηριοποιείτο στη Βλαχία και άφησε με τη διαθήκη του έξι χιλιάδες καισαροβλαχικά φλουριά. στα σχολεία της Ζίτσα.
Η διαθήκη του Αν Γουδίνο :
Η διαθήκη του Αν Γουδίνο :
Οι περιηγητές
Η επίσκεψη στη Ζίτσα περιγράφεται σε πολλά χρονικά δυτικοευρωπαίων που περιηγήθηκαν τα Ιωάννινα την εποχή του Αλή Πασά. Αναφέρονται ενδεικτικά οι Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ (1809), Τζον Κομπχάουζ, - Λόρδος Βύρων (1809) Χένρι Χόνλαντ (1813).
Σίγουρα η πιο πολυτυπωμένη από αυτές τις επισκέψεις είναι των Κομπχάουζ και Βύρωνα, οι οποίοι έμειναν δύο ημέρες στον Προφήτη Ηλία. Ο μεν πρώτος κατέγραψε στο χρονικό του την άθλια κατάσταση που είχε επιβάλει στο μοναστήρι η εξουσία του Αλή Πασά, ο δε δεύτερος εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη θέα, που εμπνεύστηκε μια στροφή απ το διάσημο ποίημα «Childe Harold»
Το ποίημα που ακολουθεί αναφέρεται στη Ζίτσα: Ω Ζίτσα, από τον σύνδεντρο και φουντωτό σου λόφο χαριτωμένο και ιερό προβάλλει μοναστήρι. Εκείθε οπού και αν ρίξουμε το βλέμμα, επάνω, κάτω, τριγύρω μας, τι χρώματα κάθε λογής, τι τόποι με θέλγητρα μαγευτικά ξανοίγονται μπροστά μας! Βράχοι, ποτάμια και βουνά και δάση, απ΄ όλα πλήθος, και ένας γαλάζιος ουρανός δίνει αρμονία σ΄ όλα. (Βύρων, Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, XLVIII Απόδοση στα ελληνικά: Δημ. Σάρρος).
Ο Αϊλιάς
Το μοναστήρι του Αϊλιά της Ζίτσας είναι χτισμένο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου που υψώνεται πάνω από την κωμόπολη. Απ’ την κορυφή του η θέα είναι περίβλεπτη και θελκτική ώστε ο Λόρδος Βύρων που το επισκέφτηκε το 1809 κι έμεινε δυο μέρες σ’ αυτό στις 12 και 13 Οκτωβρίου, καταμαγεύτηκε απ’ αυτή κι αφιέρωσε στο βιβλίο του «Ταξίδι του Χάρολντ» τον εξής υπέροχο ύμνο :
«Ω Μοναστήρι της Ζίτσας! Ευτυχές και ιερόν άσυλον. Φθάσαντες στην υψηλή και κατάσκιο κορφή σου φέρομεν τα βλέμματά μας κάτω υπό τα πόδια μας, υπεράνω των κεφαλιών μας! Τι ποικιλία χρωμάτων αντάξια της Ίριδας! ...
Αλλά και άλλοι πολλοί επίσημοι ξένοι, όπως ο αυτοκράτορας του Μεξικού Μαξιμιαλιανός που επισκέφτηκε το μοναστήρι έμεινε κατάπληκτος από τη μαγευτική τοποθεσία του λόφου κι εξέφρασε το θαυμασμό του γι’ αυτόν. Έγραψε μάλιστα στοντοίχο του δωματίου του μοναστηριού στο οποίο φιλοξενήθηκε τα παρακάτω λόγια : «Ω Ζίτσα ευτυχής όποιος είδε τάς φυσικάς σου καλλονάς, ευτυχέστερος όποιος δύναται ν’ απολαμβάνει τα θέλγητρά σου, αι μαγευτικαί σου θέσεις φέρουν στη σκέψη του ανθρώπου την ύπαρξη του Πλάστου».
Το μοναστήρι σύμφωνα με πληροφορίες μεταφέρθηκε από τον αντικρινό λόφο του Αϊλιά στη σημερινή του θέση το 1598 και σαν κτήτοράς του αναγράφεται στην εντοιχισμένη πάνω απ΄ την είσοδο της εκκλησίας πλάκα ένας ιερομόναχος Αθανάσιος «ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ SΡΣΤ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ».
κλικ για zoom |
Δυστυχώς πολλών αγίων τα μάτια είναι λογχισμένα. Το βανδαλισμό τον έκαναν Τούρκοι στρατιώτες , από ένα τούρκικο Σώμα στρατού που διασώθηκαν ύστερα από την πανωλεθρία που έπαθαν στη Β.Δ Μακεδονία από Σέρβους στον πόλεμο του 1912 κι έφτασαν εδώ πανικόβλητα και πεινασμένα, όπου και ξεχείμασαν στο Μοναστήρι και σε διάφορα άλλα σπίτια της Ζίτσας και της Πρωτόπαππας.
Σε αρκετή απόσταση από την εκκλησία ήταν χτισμένα τα κελιά, περισσότερα από τριάντα, που την πλαισίωναν σε σχήμα Π. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα ήταν διώροφο. Στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες ( τα κελάρια όπως τα έλεγαν), τα θολωτά υπόγεια για τα κρασιά, οι κρυψώνες, οι ξυλαποθήκες και οι στάβλοι των φορτηγών ζώων. Στο απάνω πάτωμα ήταν αραδιασμένα τα κελιά που μπροστά τους είχαν μια ευρύχωρη κι απέραντη κρεβατιά από τη μια άκρη ως την άλλη, δυο δε σκάλες εξωτερικές πέτρινες σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, εξυπηρετούσαν το ανεβοκατέβασμα.
Στα κελιά έμενε ο ηγούμενος, 3-4 βοηθοί καλόγεροι, ο παπάς του μοναστηριού, το λοιπό προσωπικό (μάγειρας και βοηθός του, δυο κοπέλια, ο κελαρτζής, αποθηκάριος), οι περαστικοί που εύρισκαν εδώ άσυλο και ξημέρωναν και οι επίσημοι επισκέπτες που τα κελιά γι’ αυτούς ξεχώριζαν σε περιποίηση.
Το μοναστήρι μετά το 1862 όταν έχασε πηγές εσόδων που προέρχονταν από τα Μετόχια που διατηρούσε στη Ρουμανία κ.α και από κακή διοίκηση άρχισε να πέφτει σε παρακμή. Το προσωπικό σιγά σιγά έφυγε και μόνο ένας παπάς μ’ έναν υπάλληλο έμειναν που συντηρούταν από τα λίγα γεώμηλα που εξακολουθούσαν να τους δίνουν οι ευσυνείδητοι μόνο από τους καλλιεργητές κι από τα μικρά ενοίκια που εισέπρατταν από τα κτήματα του μοναστηριού στα Γιάννενα. Στο τέλος έμεινε μόνο ο υπάλληλος που ονομάζονταν Δημήτριος Πανταζάκος ,ο «Μπασιαμήτρος» όπως τον έλεγαν στη Ζίτσα.
Μετά τον ηρωικό θάνατο του Μπασιαμήτρου το μοναστήρι ορφάνεψε. Κανένας ιερομόναχος ή καλόγερος δεν ανέλαβε τη διοίκησή του. Η κοινότητα Ζίτσας διόρισε ένα λαϊκό Ζιτσιώτη για φύλακά του κι επειδή κι αυτή βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία δεν μπόρεσε να προβεί σε καμία επισκευή των κτιρίων του και να λάβει τα στοιχειώδη ακόμα μέτρα για τη συντήρησή του. Κι έτσι χρόνο με το χρόνο τα κτίρια ερειπώθηκαν και σε λίγο καιρό το τεράστιο κτιριακό συγκρότημα των κελιών και το κτίριο που στεγάζονταν οι φούρνοι και τα μαγειρειά κατέρρευσαν.
Σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση βρίσκονταν το Μοναστήρι έως το 1930 οπότε όλα τα μοναστηριακά κτήματα περιήλθαν στον Ο.Δ.Ε.Π., ο οποίος τα διαχειρίζεται. Αυτή την περίοδο της μετάβασης της μοναστηριακής περιουσίας στον ΟΔΕΠ οι Ζιτσαίοι δεν την είδαν με καλό μάτι γι’ αυτό το έτος 1931 απέστειλαν την παρακάτω επιστολή , η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 1/7/1931. Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναδημοσιεύει τακτικά θέματα που απασχόλησαν κατά καιρούς διάφορες πληθυσμιακές ομάδες ή φορείς. Έτσι και στο φύλλο της 1ηςΙουλίου 2011 αναδημοσίευσε άρθρο της που είχε δημοσιευτεί από την ίδια εφημερίδα την 1η Ιουλίου 1931 και αφορούσε τη διάλυση της Μονής του Προφήτη Ηλία, το οποίο και παραθέτουμε παρακάτω: “ΔΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΖΙΤΣΗΣ” Επιτροπή κατοίκων της Ζίτσης της Ηπείρου διαμαρτύρεται δια τηλεγραφήματος της δια την διάλυσιν της Ιστορικής Μονής του Προφήτου Ηλίου, εκ της οποίας εγαλουχήθησαν μεγάλοι ιεράρχαι και η οποία υπήρξεν, επί Τουρκοκρατίας, κέντρον εκπαιδευτικόν της Ηπείρου. Η Κοινότης Ζίτσης ζητεί να της παραδοθή η Μονή δια να την διατηρήση αυτή ως εθνικόν κειμήλιον." (ΕΣΤΙΑ 1-7-1931)
Στο πρόσφατο παρελθόν
κλικ για zoom |
Στα μεταπολεμικά χρόνια πολλοί κάτοικοι οδηγήθηκαν στη μετανάστευση κάτι που εντεινόταν από επιδημίες φυλλοξήρας. που έπλητταν τα αμπέλια έως τις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Παράλληλα, η χάραξη νέων οδικών αξόνων και η αναδιάταξη των κοινωνικών - οικονομικών δομών ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον αυτόνομο ρόλο που διαδραμάτιζε η Ζίτσα στην ευρύτερη περιοχή, μετατρέποντάς την σε δορυφόρο των Ιωαννίνων. Παρ όλα αυτά παραμένει μέχρι σήμερα το κεφαλοχώρι της περιοχής δυτικά των Ιωαννίνων στεγάζοντας πλήθος δημοσίων υπηρεσιών, ενώ το 2010 η ΕΜΥ εγκατέστησε μετεωρολογικό σταθμό. Στεγάζει επίσης τη Βαδόκειο Βιβλιοθήκη με συλλογή περίπου 3.000 τόμων, καθώς και δημοτική πινακοθήκη. Η τελευταία αποτελεί δημιούργημα του ζωγράφου Κώστα Μαλάμου γεννημένου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά μεγαλωμένου στη Ζίτσα, ο οποίος δώρισε την προσωπική συλλογή του με έργα σύγχρονης ελληνικής χαρακτικής.
Παραδοσιακές δραστηριότητες των κατοίκων του χωριού είναι η αμπελουργία και η κτηνοτροφία, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν γνώρισε άνθιση η εξόρυξη μαρμάρου. Από τα παραπάνω, αυτό που έχει χαρίσει στη Ζίτσα διεθνή αναγνωρισιμότητα, είναι το φερώνυμο κρασί της (ΟΠΑΠ κωδ. ZT) από λευκά σταφύλια της ποικιλίας ντεμπίνα. Αν και δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς εισήχθη η καλλιέργεια της ντεμπίνα, το 18ο αιώνα το χωριό είχε ήδη εδραιώσει τη φήμη του ως οινοπαραγωγός περιοχή. Στις μέρες μας η συγκεκριμένη ποικιλία καλλιεργείται αποκλειστικά στην καλούμενη Αμπελουργική Ζώνη Ζίτσας..
Η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή έχει μακρά ιστορία που ξεκινά γύρω στον 15οαιώνα. Στη ζώνη ονομασίας προέλευσης καλλιεργούνται περίπου 2.000 στρέμματα Κάποιοι αμπελουργοί έχουν ήδη προχωρήσει σε βιολογικές καλλιέργειες.
ΖΙΤΣΑ κλικ για zoom |
Καρίτσα. Το τοπωνύμιο αναφέρεται από τον Αραβαντινό με τον τύπο Καρίτζα δηλαδή «μικρή κάρα» και από τον Λαμπρίδη με τον τύπο Καρύτσα που το {υ}δηλώνει τη συσχέτισή του με την «καρυδιά». Ο Οικονόμου πιστεύει ότι το τοπωνύμιο πρέπει να αποδοθεί ή από το σλαβικό koryto «η σκάφη, η κοίτη» ή από τοσλαβικό garъ < ρ.goreti «καίω». Σύμφωνα με τον Μπέττη το όνομα είναι σλαβικό καθώς σχετίζεται με τη λέξη ΚΑΡΑ , που σημαίνει ποινή ή τιμωρία.
Από τα αρχαιότερα χωριά της περιοχής καθώς κατά την εποχή της κατάκτησης του 1430 ευνοήθηκε μαζί με τους Ζαγορισίους από τους κατακτητές του Σινάν πασιά για εκδουλεύσεις που όρισε ο ίδιος, οι κάτοικοί του, κατά το Χρονικό της Βοτσάς, να στέλνουν κάθε χρόνο αριθμό ανδρών, για ένα περίπου μήνα, για την φροντίδα και επιμέλεια των αλόγων και αμαξών του αυτοκρατορικού στρατού. Ο αριθμός των Βοϊνίκηδων ανδρών, ανέρχονταν κατά τα έτη 1621-1631 σε 822 από τους οποίους οι273 ήταν Καριτσιώτες. Πριν από το 1690 καταργήθηκε αυτή η αποστολή και οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν πλέον φόρο «δι άσπρων κατ’ αποκοπήν» Οφόρος μέχρι το 1693 ανέρχονταν συνολικά σε άσπρα 86000 από τα οποία 26000ήταν της Καρίτσας.
πηγή : slideshare.net/eleniel/1-11911067